- ανεμοπλάνο(ν)
- το см. ανεμόπτερο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ποδηλατόπλανο — το, Ν πτητική διάταξη, ανάλογη με το ανεμοπλάνο, η οποία προωθείται με έλικα ο οποίος κινείται με την ανθρώπινη μυϊκή δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατο + πλανο (< πλανώμαι), πρβλ. αερο πλάνο, υδρο πλάνο] … Dictionary of Greek